φιληγορία

φιληγορία
και ποιητ. τ. φιληγορίη, ἡ, Α
το να μιλά κανείς φιλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -ηγορία (< -ήγορος < ἀγορά), πρβλ. δημ-ηγορία. Το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Η λ. αυτή, όπως και άλλα σύνθ. σε -ήγορος / -ηγορία (< ἀγορά), παρουσιάζει το χαρακτηριστικό ότι η σημ. της δεν έχει σχέση με τη σημ. τής λ. ἀγορά «συνάθροιση», αλλά γενικά με τη σημ. «μιλώ», πρβλ. κατ-ήγορος, κατ-ηγορία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”